εύπολις

εύπολις
(; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος παρουσίασε την Ειρήνη. Γνωρίζουμε τους τίτλους 14 κωμωδιών του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Αυτόλυκος (του οποίου υπάρχουν αποσπάσματα σε δύο παραλλαγές), οι Αίγες και οι Πόλεις. Μέσα από τα έργα του καυτηρίαζε τους πολιτικούς (τον Υπέρβολο στον Μαρικά, τον Αλκιβιάδη στους Βάπτας, τον Κλέωνα στο ΧρυσούνΓένος). Στην υπόθεση των Δήμων (412), που υπήρξε η πιο ονομαστή κωμωδία του, ο Σόλων, ο Μιλτιάδης, ο Αριστείδης και ο Περικλής επιστρέφουν από τον Άδη για να συμβουλέψουν τον αθηναϊκό λαό, και οι δήμοι, προσωποποιημένοι στον χορό, νοσταλγούν με λύπη την παλιά απλότητα και δόξα. Οι αρχαίοι χαρακτήριζαν τον Ε. «ευφάνταστον και περί τα σκώμματα λίαν εύστοχον». Ο Ε. πνίγηκε σε ναύαγιο.
* * *
εὔπολις, -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) [πόλις]
(για χώρα) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὔπολις — abounding in cities fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπολις — abounding in cities fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евполид — (Εΰπολις) один из 3 величайших представителей древней аттической комедии, рядом с Кратином и Аристофаном. Род. ок. 445 г. и был современником Аристофана, с которым долгое время жил в дружбе, затем под влиянием соперничества разошелся, и оба поэта …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐπόλιδι — Εὔπολις abounding in cities fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπόλιδι — εὔπολις abounding in cities fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπόλιδος — Εὔπολις abounding in cities fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπόλιδος — εὔπολις abounding in cities fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔπολι — Εὔπολις abounding in cities fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπολι — εὔπολις abounding in cities fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔπολιν — Εὔπολις abounding in cities fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”